
Ιογενή λέμε τη λοίμωξη που προκαλείται από κάποιον ιό (π.χ. η γρίπη), ενώ μικροβιακή αυτή που προκαλείται από μικρόβιο (π.χ. η πυώδης αμυγδαλίτιδα). Πολλές φορές ιδιαίτερα σε λοιμώξεις του αναπνευστικού, τα συμπτώματα μοιάζουν (πυρετός, βήχας, πιθανώς απόχρεμψη, καταρροή). Είναι πολύ σημαντικό να διακριθεί αν η λοίμωξη είναι ιογενής ή μικροβιακή, γιατί στη δεύτερη περίπτωση πρέπει να χορηγηθούν αντιβιοτικά, ενώ στην πρώτη (κατά κανόνα) όχι.
Τα σημαντικότερα από τα κριτήρια για τη διάκριση μιας λοίμωξης μεταξύ ιογενούς και μικροβιακής είναι:
- Η γενική κατάσταση του ασθενούς
Είναι ίσως το σημαντικότερο κριτήριο. Απαιτεί κλινική εμπειρία. Στη μικροβιακή λοίμωξη ο ασθενής έχει αυτό που λέμε ‘όψη πάσχοντος’. Ο ασθενής παραμένει στο κρεβάτι, δεν έχει όρεξη, δεν έχει διάθεση να συζητά, το πρόβλημά του δείχνει να τον έχει καταβάλει (ακόμα και στις περιπτώσεις που ο πυρετός δεν είναι ιδιαίτερα υψηλός). Αντίθετα στην ιογενή λοίμωξη, η γενική εμφάνιση του ασθενούς είναι καλύτερη, έχει διάθεση για φαγητό, επιθυμεί να πάει στη δουλειά του και να διεκπεραιώσει τις καθημερινές του υποχρεώσεις (ακόμα και στις περιπτώσεις που ο πυρετός είναι υψηλός). - Ο τρόπος που ξεκινάει η νόσος
Οξεία (απότομη) έναρξη της νόσου (μέσα σε λίγες ώρες) με έντονα συμπτώματα συνηγορεί υπέρ μικροβιακής λοίμωξης, ενώ σταδιακή συνηγορεί υπερ ιογενούς. - Επιδημιολογικά χαρακτηριστικά
Παρόμοια περιστατικά στο οικογενειακό ή εργασιακό περιβάλλον συνηγορούν υπέρ ιογενούς λοιμώξεως. - Κάποια ευρήματα από τη γενική εξέταση αίματος
Σε αμφίβολες περιπτώσεις, μια απλή εργαστηριακή εξέταση, όπως η γενική αίματος μπορεί να δώσει χρήσιμες πληροφορίες. Ετσι αυξημένος αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων -ενδεικτικά πάνω από 10.000- και κυρίως αυξημένο ποσοστό πολυμορφοπυρήνων (μιας ομάδας λευκών αιμοσφαιρίων) -ενδεικτικά πάνω από 80%- είναι παράγοντας που συνηγορεί για μικροβιακή λοίμωξη.